edgeways.ru
|
|
Отв: без прогресса Пользователь: Ez_jar (IP-адрес скрыт) Дата: 03, October, 2020 15:46 В отличие от вашего словоблудия свой вариант изложил. Если неверно укажите где.
[translate.academic.ru] κυκλος Толкование Перевод 1κύκλος ο 1) круг; окружность; Πολικός κύκλος — Полярный круг; διαγράφω κύκλο — описывать круг; 2) среда, круг; окружение; οι κυβερνητικοί κύκλοι — правительственные круги; σε στενό κύκλο — в тесном кругу; σε οικογενειακό κύκλο — в кругу семьи; 3) общество, кружок; 4) цикл; 5) серия; κύκλος ομιλιών (διαλέξεων — серия бесед (лекций); § φαύλος κύκλος — заколдованный круг Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κύκλος 2κυκλος κύκλος ὅ (pl. иногда τὰ κύκλα 1) круг, окружность (κώνου βάσις κ. ἐστίν Arst.; κύκλον κέντρῳ περιγράψαι Plut.) κ. νεῶν Thuc. — корабли в круговой колонне; ἱερῷ ἐνὴ κύκλῳ Hom. — в священном кругу, т.е. на площади совещаний; κ. τυραννικός Soph. — круг, т.е. собрание вождей; κ. ἀγορᾶς Eur. — круглая площадь (для народных собраний); κύκλῳ Hom., Her. и ἐν κύκλῳ Soph., Plat. — кругом, вокруг (см. тж. κύκλῳ 2) (pl. τὰ κύκλα колесо (χρύσεα Hom.) 3) обруч, обод, кольцо (ἀσπίδος Aesch.) κύκλοι δέκα χάλκεοι Hom. — десять медных кругов ( на щите) 4) свод (αἰθέρος HH.; τοῦ οὐρανοῦ Her.) ὅ ἄνω κ. Soph. — небесная высь; βάθος κύκλου Arph. — небесная глубь; νυκτὸς κ. Soph. — ночной небосвод 5) круг, диск (ἡλίου Aesch.) πανσέληνος κ. Eur. — полная луна 6) круговая стена, крепостные стены (Ἀθηνέων Her.; τοῦ ἄστεος Dem.) 7) (тж. ὄμματος κ. Soph.) око, глаз (τὰ πάντ΄ ἰδόντες ἀμφ΄ ἐμοῦ κύκλοι Soph.) 8) круговой путь, орбита κύκλον ἰέναι Plat. — двигаться по кругу 9) круговое движение, круговорот, круговращение, цикл (κ. τῶν ἀνθρωπηΐων ἐστὴ πρηγμάτων Her.) ἐνιαυτοῦ κύκλον Eur. — в течение круглого года; ἑπτὰ ἐτῶν κύκλοι Eur. — семь (полных) лет; ἥ κύκλῳ καὴ ἐξ ἀλλήλων ἀπόδειξις Arst. лог. (лат. circulus in demonstrando или circulus vitiosus) — порочный круг 10) год μυρία κύκλα ζώειν Anth. — жить несчетное число лет 11) круговая пляска, хоровод χωρεῖν κύκλον Arph. — водить хоровод 12) (тж. κ. ἐπικός Arst.) цикл эпических сказаний (см. κυκλικοί См. κυκλικοι Древнегреческо-русский словарь > κυκλος 3κύκλος ὁ κύκλος круг, окружность (ср. киклические поэмы; цикл; Κύκλωψ Αρχαία Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό > κύκλος 4κύκλος круг - κύκλῳ Ancient Greek-Russian simple > κύκλος 5κύκλος [киклос] ουσ α круг, окружность, цикл, период времени. Эллино-русский словарь > κύκλος См. также в других словарях: κύκλος — ring masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek κύκλος — ο 1. καμπύλη κλειστή γραμμή που κάθε σημείο της απέχει εξίσου από το κέντρο. 2. η επίπεδη επιφάνεια που περικλείνεται από την παραπάνω καμπύλη κλειστή γραμμή. 3. σειρά περιοδικών φαινομένων ή σύνολο συναφών πραγμάτων ή γεγονότων: Άρχισε νέος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого) κύκλος — [киклос] ουσ. а. круг, окружность, цикл, период времени … Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) κάθετος κύκλος — (Αστρον.). Μεγάλος κύκλος της ουράνιας σφαίρας, που είναι κάθετος στον ορίζοντα και περνά από το ζενίθ ενός τόπου. Ονομάζεται και κατακόρυφος κύκλος … Dictionary of Greek ωριαίος κύκλος — Ο μέγιστος κύκλος της ουράνιας σφαίρας, που διέρχεται από τους δύο πόλους, με τον ίδιο τρόπο, που και οι μεσημβρινοί της Γης διέρχονται από τους πόλους της. Eίναι κάθετος προς τον ουράνιο ισημερινό. Κάθε αστέρας έχει τον ωριαίο κύκλο του, ο… … Dictionary of Greek Επικός Κύκλος — Der Epische Zyklus oder Epische Kyklos (griechisch Ἐπικὸς Κύκλος, ein antiker Begriff, war eine Sammlung von altgriechischen Ependichtungen, die von der Geschichte des Trojanischen Krieges erzählten. Sie umfasste die Kypria, Aithiopis, Kleine… … Deutsch Wikipedia αζιμουθιακός κύκλος — (Αστρον.). Γεωδαιτικό όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση οριζόντιων γωνιών (αζιμούθια. Οι γωνίες καθορίζονται από το σημείο στάσης του οργάνου και από δύο σημεία του εδάφους. Το όργανο αποτελείται από δύο κύρια μέρη, τη σκοπευτική διόπτρα … Dictionary of Greek γεωλογικός κύκλος — Ένας κύκλος γεωλογικών φαινομένων που αφορούν την εξέλιξη των πετρωμάτων και τη συνεχή μετατροπή τους στον χρόνο. Ένα πέτρωμα οποιασδήποτε προέλευσης που βρίσκεται στην επιφάνεια της Γης διαβρώνεται συνεχώς από τις εξωγενείς δυνάμεις και… … Dictionary of Greek εγγεγραμμένος κύκλος — Ο κύκλος που εφάπτεται σε όλες τις πλευρές ενός πολυγώνου. Στην περίπτωση του τριγώνου, το κέντρο του ε.κ. είναι το σημείο τομής των διχοτόμων … Dictionary of Greek επικός ελληνικός κύκλος — Σύνολο επικών ποιημάτων, τα οποία αφηγούνται σε μια διαδοχική σειρά γεγονότων, με κεντρικά στοιχεία την Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου, ολόκληρο τον θρύλο του Τρωικού πολέμου, από τη σύζευξη του Ουρανού με τη Γη έως τον φόνο του Οδυσσέα από… … Dictionary of Greek |